- ψημύθιον
- τὸ, Αβλ. ψιμύθιο.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ψιμύθιο — το / ψιμύθιον, ΝΜΑ, και ψιμμύθιον και ψιμ(μ)ίθιον και ψίμιθον και ψημύθιον Α σκόνη ανθρακικού μολύβδου με λευκό χρώμα, την οποία χρησιμοποιούσαν παλαιότερα για να λευκαίνουν το πρόσωπο νεοελλ. 1. καλλυντικό, φτειασίδι 2. το λευκό χρώμα που… … Dictionary of Greek